Της ζωής ο λόγος
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Θα σου διηγηθώ μια ιστορία από εκείνες τις παλιές που έχουν όμως τόση απήχηση και σήμερα. Μια ιστορία για το μοίρασμα χωρίς περηφάνια αλλά με γενναιοδωρία. Η ιστορία αυτή κάποτε, από το 1964, διαβάζονταν μέσα σε πολυπληθείς τάξεις. Άραγε άφησε το αποτύπωμά της; Χρειάζεται μερικά πράγματα να επαναλαμβάνονται γιατί πολύ εύκολα ο άνθρωπος ξεχνά πολύ σημαντικά πράγματα, απ' αυτά που καθορίζουν τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Περπατώντας στο λόφο και παρατηρώντας τα φυτά σίγουρα τα ψηλά πεύκα δε θα σου διαφύγουν. Μπορεί όμως να σου διαφύγει από το οπτικό σου πεδίο μια μικρή ροδιά. Αν όμως έχεις εκπαιδευτεί να εστιάζεις και να μη σου ξεφεύγει η ομορφιά στην καθημερινότητά σου, τότε θα μπορείς να απολαύσεις τα πράγματα γύρω σου, γιατί ξέρεις ότι δε θα κρατήσει για πάντα. Στάσου και απόλαυσε τα γυαλιστερά, καθαρά φύλλα της και τα υπέροχα άνθη της.
Εκεί στο σημείο αυτό θα σου έρθει μια γλυκιά ανάμνηση από μια ιστορία παλιά που την έχεις πει με λεπτομέρειες και τη θυμάσαι ακόμα.
ΡΟΔΙΑ ΚΑΙ ΠΕΥΚΟΣ
''Ο πεύκος φουντωτός καμάρωνε στην πόρτα απέξω του περιβολιού.
Μια μέρα είδε μες από το φράχτη να προβάλλει μια κοντή ροδιά. Ποιος την έφερε κει πέρα, κανείς δεν ξέρει. Μήτε κι ο πεύκος, που φύλαγε την πόρτα.
Καθώς την είδε ο πεύκος τη ροδιά κοντή έτσι με τα φυλλαράκια της, την περιφρόνησε. Δεν καταδέχτηκε να την προσέξει.
Πύκνωνε αυτός τα αμέτρητα τα φύλλα του, γιατί ήταν άνοιξη. Ανυπόμονος βιαζόταν να φουντωθεί πιο πολύ ακόμη και να καμαρώσει. Την κοντούλα την ροδιά δεν την έβλεπε καθόλου.
Μιαν αυγή όμως η ροδιά βρέθηκε ανθισμένη στα κόκκινα, στα φλόγινα ντυμένη. Η φορεσιά της θάμπωσε τον πεύκο.
Στην αρχή αυτός παραξενεύτηκε πολύ, άφησε την περηφάνια κι έσκυψε και πρόσεχε, όλο πρόσεχε της ροδιάς την τόσο φουντωμένη ανθοβολιά. Και δεν ένιωσε, πώς έτσι προσκυνούσε την ταπεινούλα τη ροδιά.
Της ροδιάς όμως όλη η προσοχή της και η λατρεία της ήταν στα άνθη, τα παιδιά της.
-Τι καμάρι! έλεγε ο πεύκος. Ούτε γυρίζει να με δει.
Και φυσομανούσε, σειόταν και λυγιόταν, για να την κάμει να προσέξει. Τέλος παρηγορήθηκε με την ελπίδα πως θα ρέψει γρήγορα στο χώμα της ροδιάς η περηφάνια.
Και η ώρα αυτή φαινόταν πως ερχόταν στ' αλήθεια. Τα άνθη της ροδιάς ένα ένα έσβηναν και χάνονταν.
Του πεύκου η χαρά ήταν τώρα πολυθόρυβη.
-Την έπαθες καλά! είπε ο πεύκος. Το περίμενα.
Όμως τι έγινε πάλι μιαν αυγή; Ξύπνησε ο πεύκος μας και τι να δει; Στον τόπο των πεσμένων λουλουδιών είχαν προβάλει ρόδια μικρά, μεγάλα, φλόγινα, κόκκινα και στρογγυλά και παχουλά σαν του μικρού παιδιού τα μάγουλα.
Τότε πια πήγε ο πεύκος να χλομιάσει από το κακό του. Έβλεπε τα δικά του τα παιδιά, τα κουκουνάρια, και δεν ήξερε που να τα κρύψει απ' την ντροπή του. Μα έκανε περηφάνια την ντροπή και σώπαινε. Και περίμενε να δει τι άλλο θ' απογίνει με τη φαντασμένη τη ροδιά.
Τέλος έφτασε η μέρα που έπρεπε και ο πεύκος να χαρεί λιγάκι. Και να παρασταθεί στης ροδιάς τη συμφορά. Κορίτσια μπήκαν κι έκοψαν όλα της ροδιάς τα ρόδια. Και την ξεγύμνωσαν και την άφησαν πεντάρφανη. Και ήταν αληθινά για κλάμα η όψη της ροδιάς.
Ο πεύκος σείστηκε και αναταράχτηκε από τη χαρά του.
-Όμορφη είσαι τώρα! είπε στη ροδιά. Παρηγορήσου. Αυτή ήταν η μοίρα σου, και δεν την γλίτωσες! Τι νόμισες!
-Υψηλότατέ μου άρχοντα! είπε η ροδιά. Θαρρείς πώς έχω λύπη για το θησαυρό μου που μου τρύγησαν; Αυτή ήταν ίσα ίσα η χαρά μου!
Της ζωής μου ο μόνος λόγος είναι να μοιράζω τα καλά μου σ' όσους τα χρειάζονται και ύστερα άλλα πιο όμορφα να τους ετοιμάζω.
(ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΕΚΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ-1964)
Οι στίχοι του ποιητή Γ. Δροσίνη φωτίζουν την περηφάνια, αλλά όχι την έπαρση, τον κομπασμό. Την περηφάνια εκείνη που έχω νιώσει μέσα μου γι' αυτά που καταφέρνω μόνος μου και της δίνω περισσότερο χρόνο, συγχαίροντας τον εαυτό μου για την προσπάθεια και την αξιοπρέπεια που διατηρώ χωρίς να προσδοκώ εξωτερική βοήθεια αλλά προσμένω και ονειρεύομαι ν' απολαύσω στο μέλλον τα δικά μου επιτεύγματα.
Τι Θέλω
Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα,
σε ξένα αναστηλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,
μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν' ανεβαίνω.
Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
που δείχνεται άστρο με του ηλιού τη χάρη.
Θέλω να δίνω φως από τη φλόγα μου,
κι ας είμαι κι ένα ταπεινό λυχνάρι.
Γεώργιος Δροσίνης
Ποίηση: Γεώργιος Δροσίνης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου και Δημήτρης Τσακνής με την παιδική χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.