Σύμβολο του καλοκαιριού
Αγαπημένο μου ημερολόγιο,
Τα τζιτζίκια ή τέττιγες στα αρχαία ελληνικά, αυτοί οι ακούραστοι τραγουδιστές, μας φέρνουν μνήμες από ανέμελα καλοκαίρια της ζωής μας. Χιλιάδες τζιτζίκια! Σαν μουσικοί μες στο μεσημέρι, θαρρείς και τους έχουν προσκαλέσει, βάζουν όλη τους τη δύναμη: τζ, τζ, τζ, τζ, τζ... Μα δεν κουράζονται τα τζιτζίκια να τραγουδούν όλη την ώρα;
Πάνω στα δέντρα κρυμμένα, στα κλαδιά και τους κορμούς καθισμένα δεν σταματούν το τραγούδι τους μέχρι αργά το βράδυ. Τραγουδούν ακούραστα. Νομίζεις πως είναι τόσο ενθουσιασμένα, που δεν ξέρουν πως να δείξουν τη χαρά τους.
Η μελωδία τους συνδέεται τόσο πολύ με την ακοή μας, που όταν σταματήσει ξαφνικά νομίζουμε ότι κάτι συνέβη και πολλές φορές αναφωνούμε με ανακούφιση: «Επιτέλους, ησυχία!».
Με τη χούφτα του χεριού και με απότομη κίνηση το σκεπάζαμε και το πιάναμε. Προσέχαμε να μην το πιέσουμε, ούτε να του τσαλακώσουμε τα φτερά. Φυσικά το τζιτζίκι σταματούσε να τραγουδάει. Πόσο φοβισμένο ήταν! Το κοιτούσαμε καλά καλά και μόλις το κρατάγαμε από το φτερό του για να το αφήσουμε εκείνο άρχιζε πάλι να φωνάζει. Γιατί πράγματι φώναζε από τον φόβο του.
Ο μελωδός της αυλής μου, το παρακάτω βίντεο, μας δίνει τη δυνατότητα ν' ακούσουμε τον ήχο των τζιτζικιών.
Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν:«τέττιγα πτερού είληφας», έπιασες το τζιτζίκι από το φτερό και αυτό δείχνει το φόβο του φωνάζοντας. Αυτό μάλιστα το έλεγαν και γι' αυτούς που διαμαρτύρονταν έντονα μετά από κάτι δυσάρεστο που τους συνέβη. Κάνουν φασαρία, αλλά φοβούνται ταυτόχρονα.
Ο ήχος τους άρεσε ιδιαίτερα στους αρχαίους Έλληνες γι' αυτό οι τέττιγες ήταν «Μουσών προφήται», το χάρισμα της φωνής τους ήταν δώρο των Μουσών.
Τέττιγες, τζίτζικες, ονομάζονταν και οι φλύαροι άνθρωποι που σου παίρνουν το κεφάλι με την αδιάκοπη φλυαρία τους.
Ο τζίτζικας είναι συνυφασμένος με τον ερχομό του καλοκαιριού και της ζέστης και οι παρακάτω φράσεις το δηλώνουν χαρακτηριστικά.
«Σκάει ο τζίτζικας» είναι η χαρακτηριστική φράση όταν έχει αβάσταχτη, ανυπόφορη ζέστη, όπως αυτές τις μέρες που διανύουμε.
«Μη σε γελάσει ο βάτραχος ή το χελιδονάκι, αν δε λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν' καλοκαιράκι», λέει η παροιμία ότι μπαίνουμε στο πραγματικό καλοκαίρι από τη στιγμή που αρχίζουν να λαλούν τα τζιτζίκια.
«Ο τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε», δηλαδή μόλις αρχίζει να ακούγεται η φωνή του τζίτζικα, αρχίζουν να ωριμάζουν τα σταφύλια και κατ' επέκταση, έχουμε καλοκαίρι.
Επίσης όταν θέλουμε να δείξουμε ότι μια πράξη είναι σπουδαία λέμε ότι δεν πεταλώνουμε τζιτζίκια. Άλλωστε τα τζιτζίκια δεν έχουν πόδια μεγάλα και δυνατά, που να αξίζει να τα πεταλώσει κανείς όπως κάνουμε με τ' άλογα.
Τα τζιτζίκια είναι αγαπημένο θέμα της λογοτεχνίας. Γνωρίζουμε όλοι τον μύθο του Αισώπου με το τεμπέλικο τζιτζίκι που τραγουδούσε όλο το καλοκαίρι και το εργατικό μυρμήγκι που μάζευε σπόρους για τον χειμώνα.
👉Ας τον θυμηθούμε:
Επίσης στην ποίηση έχει δοξασθεί ιδιαίτερα ο τζίτζικας ή το τζιτζίκι όπως αλλιώς λέγεται.
Σαν απάντηση στον μύθο είναι το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη που ακολουθεί:
Τζίτζικας και μέρμηγκας
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Έχω πολλά παράπονα, μυρμήγκι μου, μαζί σου.
ΜΥΡΜΗΓΚΙ
Πολύ λυπούμαι, τζίτζικα, κι αμέσως εξηγήσου.
Ποτέ δεν έκανα κακό και βλάβη σε κανένα
κι έπειτα τίποτε κοινό δεν έχω εγώ με σένα. Λοιπόν;
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Με κακολόγησες και με το παραπάνω,
κι έτσι και την υπόληψη και την τιμή μου χάνω
και γίνηκα παράδειγμα μωρίας στους ανθρώπους.
ΜΥΡΜΗΓΚΙ
Στ' ορκίζομαι στο ψίχουλο, που κουβαλώ με κόπους,
πως δε σε νιώθω τι μου λες.
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Αμέσως, θα με νιώσεις,
αν θέλεις λίγη προσοχή στα λόγια μου να δώσεις.
Και πρώτα - πρώτα γνώριζε, πως πριν στα δέντρ' ανέβω,
εκατοικούσα μες στη γη κι εγώ.
ΜΥΡΜΗΓΚΙ
Δεν σε πιστεύω.
Τότε πού βρήκες τα φτερά;
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Μεγάλωσαν αγάλι,
όταν στο πρόσωπο της γης επρόβαλα και πάλι,
γιατί προτού χωθώ στη γη, ήμουν ψηλά στο χώμα
μικρός, μικρός σαν τον κοριό και πιο μικρός ακόμα
κι άνοιξα τρύπα και βαθιά μέσα στην γη εμπήκα
κι έκανα το σπιτάκι μου κι εκεί τροφήν εβρήκα.
ΜΥΡΜΗΓΚΙ
Και δεν ανέβαινες ποτέ κι απάνω από την τρύπα;
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Ποτέ μου, δεν ανέβαινα, γιατί, καθώς σου είπα, δεν μου' λειπ' η τροφή.
ΜΥΡΜΗΓΚΙ
Λοιπόν;
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Στης γης τα καταχθόνια
σιγά σιγά μεγάλωσα κι έμεινα δέκα χρόνια.
ΜΥΡΜΗΓΚΙ
Ποπό! Δεν εβαρέθηκες;
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Και τι ήθελες να κάνω;
Έτσι το πρόσταξε ο Θεός. Κι ήρθα στην γη επάνω
εφέτος, μόλις άρχισε ζεστό το καλοκαίρι
και τα φτερά μου στέγνωσεν ο ήλιος και τ' αγέρι
και στη στιγμούλα πέταξα στου δέντρου τα κλαδιά!
Κι άρχισα το τραγούδι μου με πρόσχαρη καρδιά.
Οι γεωργοί που σκάβουνε κι εκείνοι που θερίζουν,
μ' έχουν χρυσή τους συντροφιά και τη χάρη μου γνωρίζουν.
Εσύ μονάχα βρέθηκες να με κατηγορήσεις.
ΜΥΡΜΗΓΚΙ
Εγώ δεν είπα τίποτα και να με συγχωρήσεις.
Ούτε και ξέρω τι μου λες, μα το σπυρί το στάρι!
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Ο κόσμος το 'χει τούμπανο και συ κρυφό καμάρι! Εσύ δεν με είπες άεργο, δεν μ' είπες ακαμάτη κι άμυαλο κι ασυλλόγιστο;
ΜΥΡΜΗΓΚΙ
Για πρόσεχε κομμάτι!
Δεν είμ' εγώ κακόγλωσσος κι αυτό δεν είν' αλήθεια.
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Ναι τα 'πες και τα κήρυξες κι έπλασες παραμύθια
πως το χειμώνα κάποτε, με χιόνια και με πάγο,
επείνασα κι ο δυστυχής δεν είχα τι να φάγω,
και σαν ζητιάνος ταπεινός, ήρθα, καθώς εκείνος,
με κλάματα στο σπίτι σου ζητώντας ελεημοσύνη.
Κι όταν εσύ με ρώτησες:-Σαν ήταν καλοκαίρι,
τι έκανες παρακαλώ; Σου είπα:-Ποιος δεν ξέρει,
πως τραγουδούσα ολημερίς, χωρίς καμιά
φροντίδα;
Και τότε μ' αποκρίθηκες :«Ε, τώρα χοροπήδα!»
Πως ήρθα τον χειμώνα εγώ τροφή να σου ζητήσω,
αφού χειμώνα μήτε ζω μήτε μπορώ να ζήσω;
Κι έπειτα, τι είν' αυτή η τροφή, που θα ζητούσα τάχα,
ενώ ο καημένος τρέφομαι με τη δροσιά μονάχα.
ΜΥΡΜΗΓΚΙ
Αυτό το ψέμα, τζίτζικα, ο κόσμος το 'χει βγάλει.
Το ξέρω πως δε μοιάζουμε, αλλ' όμως ξέρω πάλι,
πως ο Θεός που έπλασεν εσέ, όπως κι εμένα,
ξεχωριστό προορισμό έδωσε στον καθένα.
Κι είμαστε χρήσιμοι κι οι δυο, φίλτατε τζίτζικά μου,
εσύ με το τραγούδι σου κι εγώ με τη δουλειά μου.
Λοιπόν, ας λησμονήσουμε τα ψέματα του κόσμου
κι αγκάλιασέ με γρήγορα κι ένα φιλάκι δος μου!...
Ο Τζίτζικας βγαίνει από το κέλυφος.
Ο Τζίτζικας κι ο Μέρμηγκας
συνέχισαν τη συζήτησή τους
γιατί ήθελαν να γνωριστούν καλύτερα.
ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ
Αν ζούσε ο Αίσωπος που έγραψε το παραμύθι κυρ-Τζίτζικα, θα τον έβαζα να τα γράψει απ' την αρχή...
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Δε φταίει ο Αίσωπος, Μέρμηγκα, γιατί εκείνη την εποχή οι άνθρωποι σκέφτονταν διαφορετικά. Δεν έψαχναν τα πράγματα σε βάθος. Σιγά σιγά έχτισαν τον επιστημονικό τρόπο σκέψης και άρχισαν να ψάχνουν τις αιτίες των πραγμάτων και όσων έβλεπαν γύρω τους που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν.
Θέλεις να μάθεις περισσότερα για την ιστορία μας;
ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ
Και βέβαια θέλω!
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Τζι, τζι, τζι, τζι, άκου λοιπόν, να μαθαίνεις. Οι άνθρωποι ονόμασαν την τάξη μας Ημίπτερα. Η οικογένειά μας είναι οι Τεττιγίδες (Cicadidae). Διάβασε κι εδώ.
Τo είδος μας είναι απλωμένο παντού στη γη, όπου υπάρχει βλάστηση. Προτιμάμε τα δέντρα και τους θάμνους, που έχουν απλωμένες ρίζες. Εμείς καθαρίζουμε τους νεκρούς βλαστούς και εκείνα μας προσφέρουν τους χυμούς τους.
Έτσι, συμβιώνουμε για χρόνια πολλά στην περίοδο της νιότης μας. Σαν έρθει η ώρα να ενηλικιωθούμε, την άνοιξη του 4ου ή του 13ου ή του 17ου χρόνου της ζωής μας, σκάβουμε σήραγγες και βγαίνουμε στην επιφάνεια της γης. Τότε είναι νύχτα, γιατί αν βγούμε την ημέρα με την κάψα του ήλιου το κουκούλι μας θα καταστραφεί, που είναι ακόμα μαλακό και τα φτερά μας θα κολλήσουν.
Κάτω από το φως των αστεριών λοιπόν, βγαίνουμε από το κουκούλι μας που έχει στεγνώσει και σιγά σιγά το άσπρο σώμα μας σαν έρθει η αυγή, αρχίζει να σκληραίνει και ν' αλλάζει χρώμα. Όταν σκληρύνει εντελώς αρχίζει η ενήλικη ζωή μας.
Βγήκε από το κουκούλι
ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ
Για κοίτα τι μπορείς να μάθεις! Η ζωή σας δηλαδή είναι μια μεταμόρφωση.
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Όχι μόνο η δική μας η ζωή, αλλά όλα τα πλάσματα αλλάζουν στον κύκλο της ζωής.
Η αλλαγή είναι νόμος για τη φύση.
Η δική μας μεταμόρφωση φαίνεται πιο μεγάλη, επειδή μεγαλώνουμε σε κουκούλι. Δες και τον μεταξοσκώληκα, την πεταλούδα...
ΜΥΡΜΗΓΚΙ
Κι εγώ αλλάζω;
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Κι εσύ αλλάζεις καθώς μεγαλώνεις, θα κάνεις απογόνους για να συνεχίσουν τον κύκλο της ζωής.
ΜΥΡΜΗΓΚΙ
Και τα δικά σου τα παιδιά;
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Αυτός είναι ο λόγος που βγαίνουμε στην επιφάνεια της γης. Για να κάνουμε τα δικά μας παιδιά, να συνεχίσουμε τον κύκλο της ζωής.
Οι αρσενικοί τζίτζικες τραγουδάμε με τα τύμβαλα (ηχητική συσκευή) που έχουμε ανάμεσα στον θώρακα και την κοιλιά που αποτελούνται από δύο κοιλότητες και χωρίζονται από μια λεπτή, τεντωμένη μεμβράνη. Κάθε φορά που δονείται αυτή, παράγεται ο ήχος. Τον ακούν τα θηλυκά και τα τραβάμε κοντά μας. Όταν γονιμοποιούνται τα θηλυκά τζιτζίκια, σκάβουν μικρές φωλιές πάνω στα δέντρα και εκεί αφήνουν τα αυγά τους.
Στις μεγάλες ζέστες, στο μεσοκαλόκαιρο, τα αυγά εκκολάπτονται και οι καινούριες νύμφες πέφτουν απ' το δέντρο. Σκάβουν τη γη κι αναζητούν τις κατάλληλες ρίζες για να τραφούν με τους χυμούς τους. Θα μείνουν στη γη για δεκατρία ή δεκαεφτά χρόνια και στην Ελλάδα τέσσερα χρόνια, πριν βγουν με τη σειρά τους στον ήλιο να τραγουδήσουν το τραγούδι της ζωής.
Αυτή είναι η ιστορία μας μυρμηγκάκι. Κι όπως βλέπεις κάθε πλάσμα έχει το σκοπό του, τη δική του ζωή πάνω στη γη κι αυτό βάλ' το καλά στο μυαλό σου.
Τίποτα δεν είναι άχρηστο στη φύση.
ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ
Έχεις δίκιο κυρ-Τζίτζικα! Άλλη φορά θα είμαι πιο προσεκτικός και θα σκέφτομαι περισσότερο τα πράγματα.
ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Τζι τζι τζι τζι... θα μάθεις, θα μάθεις,... Σε χαιρετώ να συνεχίσω το τραγούδι μου.
Το πρώτο τζιτζίκι
Βασίλης Βέτσος
Κι εσύ μικρό και ταπεινό τζιτζίκι
Που τόσα χρόνια πολεμάς κάτω απ' το χώμα
Ανέβα και τραγούδησε ξανά στην αγριλιά
Ν' αναστηθούν τα ευλογημένα μεσημέρια
Μες στου καλοκαιριού την άφθονη αγκαλιά.
Πηγές: